δικαιοκτητικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
δικαιοκτητικός
- (νομικός όρος) που σχετίζεται με την ικανότητα να είναι κάποιος υποκείμενο δικαιωμάτων και υποχρεώσεων ή αναφέρεται σ' αυτή
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
δικαιοκτητικός
|