δικαιωματικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο δικαιωματικός η δικαιωματική το δικαιωματικό
      γενική του δικαιωματικού της δικαιωματικής του δικαιωματικού
    αιτιατική τον δικαιωματικό τη δικαιωματική το δικαιωματικό
     κλητική δικαιωματικέ δικαιωματική δικαιωματικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι δικαιωματικοί οι δικαιωματικές τα δικαιωματικά
      γενική των δικαιωματικών των δικαιωματικών των δικαιωματικών
    αιτιατική τους δικαιωματικούς τις δικαιωματικές τα δικαιωματικά
     κλητική δικαιωματικοί δικαιωματικές δικαιωματικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

δικαιωματικός < δικαίωμα + -ικός

Επίθετο[επεξεργασία]

δικαιωματικός

  • που προκύπτει από κάποιο δικαίωμα ή το αφορά

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]