δικαιόχρηση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- δικαιόχρηση < δίκαιος + -ο- + χρήση ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική franchising)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
δικαιόχρηση θηλυκό
- (οικονομία) η χρήση μιας ονομασίας επιχείρησης που ανοίκει σε άλλον ή/και η υιοθέτηση επιχειρηματικών πρακτικών έναντι αντιτίμου
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
δικαιόχρηση