δικαιόχρησης
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
[επεξεργασία]δικαιόχρησης θηλυκό
- γενική ενικού του δικαιόχρηση
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]- δικαιοχρήσεως (λόγιο)
δικαιόχρησης θηλυκό