δικασμένος
Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
[
επεξεργασία
]
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
δικασμέν
ος
η
δικασμέν
η
το
δικασμέν
ο
γενική
του
δικασμέν
ου
της
δικασμέν
ης
του
δικασμέν
ου
αιτιατική
τον
δικασμέν
ο
τη
δικασμέν
η
το
δικασμέν
ο
κλητική
δικασμέν
ε
δικασμέν
η
δικασμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
δικασμέν
οι
οι
δικασμέν
ες
τα
δικασμέν
α
γενική
των
δικασμέν
ων
των
δικασμέν
ων
των
δικασμέν
ων
αιτιατική
τους
δικασμέν
ους
τις
δικασμέν
ες
τα
δικασμέν
α
κλητική
δικασμέν
οι
δικασμέν
ες
δικασμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
[
επεξεργασία
]
δικασμένος
<
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
δικάζω
Μετοχή
[
επεξεργασία
]
δικασμένος
που έχει
δικαστεί
Συγγενικά
[
επεξεργασία
]
→
δείτε
τις λέξεις
δικάζω
και
δίκη
Μεταφράσεις
[
επεξεργασία
]
δικασμένος
γαλλικά
:
jugé
(fr)
Κατηγορίες
:
Μετοχές που κλίνονται όπως το 'αγαπημένος' (νέα ελληνικά)
Μετοχές παθητικού παρακειμένου (νέα ελληνικά)
Νέα ελληνικά
Μετοχές (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)
Μενού πλοήγησης
Προσωπικά εργαλεία
Δίχως Σύνδεση
Σελίδα συζήτησης αυτής της διεύθυνσης IP
Συνεισφορές
Δημιουργία λογαριασμού
Σύνδεση
Ονοματοχώροι
Σελίδα
Συζήτηση
Ελληνικά
Προβολές
Ανάγνωση
Επεξεργασία
Προβολή ιστορικού
Περισσότερα
Αναζήτηση
Πλοήγηση
Κύρια Σελίδα
Πρόσφατες αλλαγές
Κατηγορίες
Δημιουργήστε!
Ζητήστε!
Βικιδημία - Talk
Σελίδες συζήτησης
Νέες σελίδες
Τυχαία σελίδα
Βοήθεια
Πρότυπα
Δωρεές
Εργαλειοθήκη
Συνδέσεις προς εδώ
Σχετικές αλλαγές
Επιφόρτωση αρχείου
Ειδικές σελίδες
Σταθερός σύνδεσμος
Πληροφορίες σελίδας
Παραπομπή αυτής της σελίδας
Λάβετε συντομευμένη διεύθυνση URL
Download QR code
Εκτύπωση/εξαγωγή
Δημιουργία βιβλίου
Κατέβασμα ως PDF
Εκτυπώσιμη έκδοση
Άλλες γλώσσες