δικολαβικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο δικολαβικός η δικολαβική το δικολαβικό
      γενική του δικολαβικού της δικολαβικής του δικολαβικού
    αιτιατική τον δικολαβικό τη δικολαβική το δικολαβικό
     κλητική δικολαβικέ δικολαβική δικολαβικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι δικολαβικοί οι δικολαβικές τα δικολαβικά
      γενική των δικολαβικών των δικολαβικών των δικολαβικών
    αιτιατική τους δικολαβικούς τις δικολαβικές τα δικολαβικά
     κλητική δικολαβικοί δικολαβικές δικολαβικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

δικολαβικός < δικολάβος / δικολαβία + -ικός

Επίθετο[επεξεργασία]

δικολαβικός

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]