δικομματισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- δικομματισμός < δικομματικός + -ισμός (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική bipartisme)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
δικομματισμός αρσενικό
- η εναλλαγή στην κατάληψη της εξουσίας για μια συγκεκριμένη χρονική περίοδο μόνο δύο κομμάτων
- Το διάστημα μεταξύ του 1875 και του 1880 αποτελεί μεταβατική περίοδο. Στις εκλογές του 1875 και του 1879 κανένα κόμμα δεν κέρδισε την κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Λίγα χρόνια αργότερα, το 1884, τα δύο μεγάλα κόμματα, του Τρικούπη και του Δηλιγιάννη, έλεγχαν το 92,2% των εδρών στο Κοινοβούλιο. Το κοινοβουλευτικό σύστημα και ο δικομματισμός θεμελιώθηκαν. (*)
[επεξεργασία]
- δικομματικός
- → δείτε τις λέξεις δύο και κόμμα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
δικομματισμός