δικονομία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η δικονομία οι δικονομίες
      γενική της δικονομίας των δικονομιών
    αιτιατική τη δικονομία τις δικονομίες
     κλητική δικονομία δικονομίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

δικονομία < δίκη + -ο- + -νομία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

δικονομία θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]