δικονομικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- δικονομικός < δικονομ(ία) + -ικός
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ði.ko.no.miˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δι‐κο‐νο‐μι‐κός
Επίθετο[επεξεργασία]
δικονομικός, -ή, -ό
- (νομικός όρος) που σχετίζεται με τη δικονομία ή αναφέρεται σ’ αυτή
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- δικονομικά
- → δείτε τις λέξεις δικονομία, δίκη και νέμω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
δικονομικός
|