δικτυώνομαι
Πίνακας περιεχομένων
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- δικτυώνομαι < παθητική φωνή του ρήματος δικτυώνω
Ρήμα[επεξεργασία]
δικτυώνομαι , στιγμ. μέλλ.: θα δικτυωθώ, αόρ.: δικτυώθηκα , μτχ.π.π.: δικτυωμένος
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
δικτυώνομαι