δικτύωση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | δικτύωση | οι | δικτυώσεις |
γενική | της | δικτύωσης* | των | δικτυώσεων |
αιτιατική | τη | δικτύωση | τις | δικτυώσεις |
κλητική | δικτύωση | δικτυώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, δικτυώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ðiˈkti.o.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δι‐κτύ‐ω‐ση
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
δικτύωση θηλυκό
- η σύνδεση ή ενσωμάτωση σε κάποιο δίκτυο
- (τεχνολογία, πληροφορική) η σύνδεση μονάδων (υπολογιστών, κινητών κ.ά.) σε κάποιο τοπικό ή ευρύτερο δίκτυο
- (μεταφορικά) οι γνωριμίες που κάνει κάποιος
- η περίφραξη με κάποιο δικτυωτό πλέγμα
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη δίκτυο
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
δικτύωση
|
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ δικτύωση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δύναμη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ση (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Τεχνολογία (νέα ελληνικά)
- Πληροφορική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)