δικόρυφος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- δικόρυφος < αρχαία ελληνική δικόρυφος < δι- + κορυφή
Επίθετο[επεξεργασία]
δικόρυφος, -η, -ο
- (κυριολεκτικά) (μεταφορικά) άλλη μορφή του δίκορφος
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
δικόρυφος
|