διμέτωπος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- διμέτωπος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή διμέτωπος (δίς) δι- + μέτωπ(ον) + -ος
Επίθετο
[επεξεργασία]διμέτωπος, -η, -ο
- που γίνεται προς δύο μέτωπα, προς δύο πλευρές, που έχει ν’ αντιμετωπίσει δύο αντιπάλους ταυτόχρονα
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] διμέτωπος
|
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- διμέτωπος (ελληνιστική κοινή) < (δίς) δι- + αρχαία ελληνική μέτωπ(ον) + -ος
Επίθετο
[επεξεργασία]διμέτωπος, -ος, -ον
Πηγές
[επεξεργασία]- διμέτωπος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'όμορφος' (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα δι- από το δισ- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -μέτωπος (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Επίθετα με κλίση όπως το 'δύσκολος' (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα 2ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'δύσκολος' (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις προπαροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα προπαροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ελληνιστική κοινή
- Λέξεις με πρόθημα δι- από το δισ- (ελληνιστική κοινή)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (ελληνιστική κοινή)
- Δημιουργία λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (ελληνιστική κοινή)
- Επίθετα (ελληνιστική κοινή)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)