διμεταλλικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο διμεταλλικός η διμεταλλική το διμεταλλικό
      γενική του διμεταλλικού της διμεταλλικής του διμεταλλικού
    αιτιατική τον διμεταλλικό τη διμεταλλική το διμεταλλικό
     κλητική διμεταλλικέ διμεταλλική διμεταλλικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι διμεταλλικοί οι διμεταλλικές τα διμεταλλικά
      γενική των διμεταλλικών των διμεταλλικών των διμεταλλικών
    αιτιατική τους διμεταλλικούς τις διμεταλλικές τα διμεταλλικά
     κλητική διμεταλλικοί διμεταλλικές διμεταλλικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

  1. διμεταλλικός < δι- + μέταλλο + -ικός
  2. διμεταλλικός < διμεταλλισμός + -ικός ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική bimetallique[1])

Επίθετο[επεξεργασία]

διμεταλλικός

  1. που αποτελείται από δύο διαφορετικά, και διακριτά μεταξύ τους, μέταλλα
    το νόμισμα του ενός ευρώ είναι διμεταλλικό
    διμεταλλικά ελάσματα χρησιμοποιούνται σε ηλεκτρονόμους που ενεργοποιούν συστήματα ανάλογα με τη θερμοκρασία του περιβάλλοντος
  2. (οικονομία) που αναφέρεται ή ανήκει στον διμεταλλισμό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]