διογκούμαι
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- διογκούμαι < (ελληνιστική κοινή) διογκόομαι / διογκοῦμαι
Ρήμα
[επεξεργασία]διογκούμαι
- (λόγιο) άλλη μορφή του διογκώνομαι
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] διογκούμαι
→ δείτε τη λέξη διογκώνομαι |