διογκούμαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- διογκούμαι < (ελληνιστική κοινή) διογκόομαι / διογκοῦμαι
Ρήμα[επεξεργασία]
διογκούμαι
- (λόγιο) άλλη μορφή του διογκώνομαι
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
διογκούμαι
→ δείτε τη λέξη διογκώνομαι |