διογκωτικός
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ði.oŋ.ɡo.tiˈkos/
Επίθετο
[επεξεργασία]διογκωτικός, -ή, -ό
Αντώνυμα
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] διογκωτικός
|