διοικήσεις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
διοικήσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος διοικώ
- θα διοικήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος διοικώ
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
διοικήσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του διοίκηση