Μετάβαση στο περιεχόμενο

διοικήσεις

Από Βικιλεξικό

Νέα ελληνικά (el)

[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

διοικήσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος διοικώ
  2. θα διοικήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος διοικώ

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

[επεξεργασία]

διοικήσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του διοίκηση