διομολογημένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- διομολογημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου διομολογώ
Μετοχή[επεξεργασία]
διομολογημένος, -η, -ο
- που έχει διομολογηθεί
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
διομολογημένος
|