διομολόγηση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | διομολόγηση | οι | διομολογήσεις |
γενική | της | διομολόγησης* | των | διομολογήσεων |
αιτιατική | τη | διομολόγηση | τις | διομολογήσεις |
κλητική | διομολόγηση | διομολογήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, διομολογήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- διομολόγηση < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή διομολόγησις < αρχαία ελληνική διομολογέω / διομολογῶ < ὁμολογέω / ὁμολογῶ < ὁμοῦ + λέγω, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική capitulation. Μορφολογικά, δι- (διά) + ομολογη- + -ση
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]διομολόγηση θηλυκό
- (νομικός όρος, πολιτική) σύμβαση δυνάμει της οποίας παρέχονται σημαντικά προνόμια στους υπηκόους ενός κράτους, που διαμένουν στο έδαφος ενός άλλου κράτους
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] διομολόγηση
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δύναμη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα δι- από το δια- (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Νομικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Πολιτική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)