διονυσιάζομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

διονυσιάζομαι < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή διονυσιάζω < αρχαία ελληνική Διόνυσος

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ði̯o.ni.siˈa.zo.me/

Ρήμα[επεξεργασία]

διονυσιάζομαι, αόρ.: διονυσιάστηκα, μτχ.π.π.: διονυσιασμένος (αποθετικό ρήμα)

  1. (θρησκεία) (για πιστούς ή οπαδούς του Διονύσου) εκστασιάζομαι, καταλαμβάνομαι από έκσταση
  2. (κατ’ επέκταση) ενθουσιάζομαι, εκστασιάζομαι

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]

  • Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.