διοπτεύω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
διοπτεύω < αρχαία ελληνική διοπτεύω

διοπτεύω

  1. (αρχαιοπρεπές) παρατηρώ, εξετάζω
  2. (ναυτικός όρος) ρελεβάρω

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]