διοπτεύω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- διοπτεύω < αρχαία ελληνική διοπτεύω
Ρήμα
[επεξεργασία]διοπτεύω
Συγγενικά
[επεξεργασία]Κλίση
[επεξεργασία] Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | διοπτεύω | διόπτευα | θα διοπτεύω | να διοπτεύω | διοπτεύοντας | |
β' ενικ. | διοπτεύεις | διόπτευες | θα διοπτεύεις | να διοπτεύεις | διόπτευε | |
γ' ενικ. | διοπτεύει | διόπτευε | θα διοπτεύει | να διοπτεύει | ||
α' πληθ. | διοπτεύουμε | διοπτεύαμε | θα διοπτεύουμε | να διοπτεύουμε | ||
β' πληθ. | διοπτεύετε | διοπτεύατε | θα διοπτεύετε | να διοπτεύετε | διοπτεύετε | |
γ' πληθ. | διοπτεύουν(ε) | διόπτευαν διοπτεύαν(ε) |
θα διοπτεύουν(ε) | να διοπτεύουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | διόπτευσα | θα διοπτεύσω | να διοπτεύσω | διοπτεύσει | ||
β' ενικ. | διόπτευσες | θα διοπτεύσεις | να διοπτεύσεις | διόπτευσε | ||
γ' ενικ. | διόπτευσε | θα διοπτεύσει | να διοπτεύσει | |||
α' πληθ. | διοπτεύσαμε | θα διοπτεύσουμε | να διοπτεύσουμε | |||
β' πληθ. | διοπτεύσατε | θα διοπτεύσετε | να διοπτεύσετε | διοπτεύστε | ||
γ' πληθ. | διόπτευσαν διοπτεύσαν(ε) |
θα διοπτεύσουν(ε) | να διοπτεύσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω διοπτεύσει | είχα διοπτεύσει | θα έχω διοπτεύσει | να έχω διοπτεύσει | ||
β' ενικ. | έχεις διοπτεύσει | είχες διοπτεύσει | θα έχεις διοπτεύσει | να έχεις διοπτεύσει | ||
γ' ενικ. | έχει διοπτεύσει | είχε διοπτεύσει | θα έχει διοπτεύσει | να έχει διοπτεύσει | ||
α' πληθ. | έχουμε διοπτεύσει | είχαμε διοπτεύσει | θα έχουμε διοπτεύσει | να έχουμε διοπτεύσει | ||
β' πληθ. | έχετε διοπτεύσει | είχατε διοπτεύσει | θα έχετε διοπτεύσει | να έχετε διοπτεύσει | ||
γ' πληθ. | έχουν διοπτεύσει | είχαν διοπτεύσει | θα έχουν διοπτεύσει | να έχουν διοπτεύσει |
|
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] διοπτεύω
|