διοπτρικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
διοπτρικός, -ή, -ό
- (φυσική, τεχνολογία) ο σχετικός με διόπτρα
Σύνθετα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
διοπτρικός
|