διοπτρικός
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]διοπτρικός, -ή, -ό
- (φυσική, τεχνολογία) ο σχετικός με διόπτρα
Σύνθετα
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] διοπτρικός
|
|