διορίζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- διορίζω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική διορίζω< < διά + ὁρίζω
- (ανάθεση καθηκόντων) < (σημασιολογικό δάνειο) γαλλική désigner[1]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ði.oˈɾi.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δι‐ο‐ρί‐ζω
Ρήμα[επεξεργασία]
διορίζω (παθητική φωνή: διορίζομαι)
- προσλαμβάνω κάποιον ως υπάλληλο
- (κατ’ επέκταση) αναθέτω σε υπάλληλο κάποια καθήκοντα σε συγκεκριμένο πόστο
[επεξεργασία]
Κλίση[επεξεργασία]
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | διορίζω | διόριζα | θα διορίζω | να διορίζω | διορίζοντας | |
β' ενικ. | διορίζεις | διόριζες | θα διορίζεις | να διορίζεις | διόριζε | |
γ' ενικ. | διορίζει | διόριζε | θα διορίζει | να διορίζει | ||
α' πληθ. | διορίζουμε | διορίζαμε | θα διορίζουμε | να διορίζουμε | ||
β' πληθ. | διορίζετε | διορίζατε | θα διορίζετε | να διορίζετε | διορίζετε | |
γ' πληθ. | διορίζουν(ε) | διόριζαν διορίζαν(ε) |
θα διορίζουν(ε) | να διορίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | διόρισα | θα διορίσω | να διορίσω | διορίσει | ||
β' ενικ. | διόρισες | θα διορίσεις | να διορίσεις | διόρισε | ||
γ' ενικ. | διόρισε | θα διορίσει | να διορίσει | |||
α' πληθ. | διορίσαμε | θα διορίσουμε | να διορίσουμε | |||
β' πληθ. | διορίσατε | θα διορίσετε | να διορίσετε | διορίστε | ||
γ' πληθ. | διόρισαν διορίσαν(ε) |
θα διορίσουν(ε) | να διορίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω διορίσει | είχα διορίσει | θα έχω διορίσει | να έχω διορίσει | ||
β' ενικ. | έχεις διορίσει | είχες διορίσει | θα έχεις διορίσει | να έχεις διορίσει | ||
γ' ενικ. | έχει διορίσει | είχε διορίσει | θα έχει διορίσει | να έχει διορίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε διορίσει | είχαμε διορίσει | θα έχουμε διορίσει | να έχουμε διορίσει | ||
β' πληθ. | έχετε διορίσει | είχατε διορίσει | θα έχετε διορίσει | να έχετε διορίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν διορίσει | είχαν διορίσει | θα έχουν διορίσει | να έχουν διορίσει |
|
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
- ↑ διορίζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Κατηγορίες:
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Σημασιολογικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ρήματα (νέα ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)