διορθόδοξος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο διορθόδοξος η διορθόδοξος
διορθόδοξη
το διορθόδοξο
      γενική του διορθοδόξου
διορθόδοξου
της διορθοδόξου
διορθόδοξης
του διορθοδόξου
διορθόδοξου
    αιτιατική τον διορθόδοξο τη διορθόδοξο
διορθόδοξη
το διορθόδοξο
     κλητική διορθόδοξε διορθόδοξε
διορθόδοξη
διορθόδοξο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι διορθόδοξοι οι διορθόδοξοι
διορθόδοξες
τα διορθόδοξα
      γενική των διορθοδόξων
διορθόδοξων
των διορθοδόξων
διορθόδοξων
των διορθοδόξων
διορθόδοξων
    αιτιατική τους διορθοδόξους
διορθόδοξους
τις διορθοδόξους
διορθόδοξες
τα διορθόδοξα
     κλητική διορθόδοξοι διορθόδοξοι
διορθόδοξες
διορθόδοξα
Οι πρώτοι τύποι, λόγιοι, από την αρχαία κλίση. Οι δεύτεροι τύποι, νεότεροι.
Κατηγορία όπως «άπτερος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

διορθόδοξος < δι- (διά) + ορθόδοξος

Επίθετο[επεξεργασία]

διορθόδοξος, -ος / -η, -ο

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]