διορύττω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Αυτή η σελίδα μπήκε στον κατάλογο των σελίδων που χρειάζονται να μορφοποιηθούν όπως συνηθίζεται στο Βικιλεξικό,
έτσι ώστε να υπάρχει ομοιομορφία με τις υπόλοιπες σελίδες.

Παρακαλούμε βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι η μορφή της σελίδας ταιριάζει με τα στάνταρντ του Βικιλεξικού.

Για μορφοποίηση: Πίνακας αρχικών χρόνων διαφορετικός. Κεντρικό λήμμα διορύσσω απ' όπου λείπει ο ΑΡΧ. τομέας. (Να μεταφερθεί εκεί το υλικό) --sarri.greek (συζήτηση) 18:21, 30 Ιουνίου 2019 (UTC).


Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

διορύττω
Ενεστώτας διορύττω
Παρατατικός διώρυττον
Μέλλοντας διορύξω
Αόριστος διώρυξα
Παρακείμενος διορώρυχα
Υπερσυντέλικος διωρωρύχειν
Απαρέμφατο
Ενεστώτα
διορύττειν
Μετοχή
Ενεστώτα
διορύττων,
διορύσσουσα,
διορύττον

Ετυμολογία [επεξεργασία]

διορύττω < στην Αττική, αλλού όμως διορύσσω < (διά) δι- + ὀρύσσω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₃rewk- (σκάβω)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

διορύττω θηλυκό

  1. το άνοιγμα τάφρου, καναλιού, αυλακιού, διώρυγας, το σκάψιμο ανάμεσα σε άλλα, δια μέσου άλλων
  2. καταστρέφω
  3. υποσκάπτω
  4. χώνω

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]