διοφθαλμικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο διοφθαλμικός η διοφθαλμική το διοφθαλμικό
      γενική του διοφθαλμικού της διοφθαλμικής του διοφθαλμικού
    αιτιατική τον διοφθαλμικό τη διοφθαλμική το διοφθαλμικό
     κλητική διοφθαλμικέ διοφθαλμική διοφθαλμικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι διοφθαλμικοί οι διοφθαλμικές τα διοφθαλμικά
      γενική των διοφθαλμικών των διοφθαλμικών των διοφθαλμικών
    αιτιατική τους διοφθαλμικούς τις διοφθαλμικές τα διοφθαλμικά
     κλητική διοφθαλμικοί διοφθαλμικές διοφθαλμικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

διοφθαλμικός < δι- + οφθαλμικός

Επίθετο[επεξεργασία]

διοφθαλμικός

  • που σχετίζεται με τους δύο οφθαλμούς ή χρησιμοποιείται απ' αυτούς

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]