διοχετεύω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ði.o.çeˈte.vo/
Ρήμα[επεξεργασία]
διοχετεύω (παθητική φωνή: διοχετεύομαι)
- μεταφέρω κάποιο υγρό (ή και κάτι άλλο: π.χ. ηλεκτρικό ρεύμα) και το κατευθύνω μέσω σωληνώσεων, αγωγών ή καναλιών προς κάπου
- μεταφέρω κάποιο προϊόν και με το κατάλληλο δίκτυο και οργάνωση το διανέμω όπου πρέπει
- (μεταφορικά) μεταφέρω ή διαδίδω μια είδηση, πληροφορία κ.λπ.
Συγγενικά[επεξεργασία]
- διοχέτευση
- → δείτε τις λέξεις διά και οχετός