διπλά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
διπλά < διπλός
Επίρρημα[επεξεργασία]
διπλά
- δύο φορές ή με δύο διαφορετικούς τρόπους ή για δύο διαφορετικούς λόγους
- το νέο της επιδημίας στη μακρινή χώρα μάς ανησύχησε διπλά, πρώτα για την τύχη των αγαπημένων μας προσώπων που ζουν εκεί και ύστερα για την πιθανότητα εξάπλωσής της
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
διπλά
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
διπλά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του διπλό