διπλαρωμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- διπλαρωμένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου διπλαρώνω
Μετοχή
[επεξεργασία]διπλαρωμένος, -η, -ο
- που έχει διπλαρωθεί
Αντώνυμα
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] διπλαρωμένος
|