διπλασιάζω
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- διπλασιάζω < αρχαία ελληνική διπλασιάζω
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ði.pla.siˈa.zo/
Ρήμα
[επεξεργασία]διπλασιάζω, πρτ.: διπλασίαζα, στ.μέλλ.: θα διπλασιάσω, αόρ.: διπλασίασα, παθ.φωνή: διπλασιάζομαι, μτχ.π.π.: διπλασιασμένος
- διπλασίασε τα κέρδη του με αυτή την επένδυση
Συγγενικά
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- διπλασιάζω < διπλάσιος
Ρήμα
[επεξεργασία]διπλασιάζω
- διπλασιάζω
- (αμετάβατο) έχω ή παίρνω τη διπλάσια αξία ή μέγεθος
Πηγές
[επεξεργασία]- διπλασιάζω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- διπλασιάζω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.