διπλοκλειδωμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- διπλοκλειδωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου διπλοκλειδώνω
Μετοχή[επεξεργασία]
διπλοκλειδωμένος -η -ο
- που τον έχουν κλειδώσει δυο φορές
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
διπλοκλειδωμένος
|