διπλοφουρνιστός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- διπλοφουρνιστός < διπλο- + φουρνιστός
Επίθετο[επεξεργασία]
διπλοφουρνιστός, -ή, -ό
- που έχει ψηθεί σε φούρνο δύο φορές
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
διπλοφουρνιστός
|