διπλούν

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

διπλούν ουδέτερο άκλιτο

  1. (λόγιο) που γίνεται δύο φορές ή για δύο πράγματα ή είναι διπλό
  2. (παρωχημένο) το εμβόλιο για διφθερίτιδα και τέτανο

Εκφράσεις[επεξεργασία]