διπλούν
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
διπλούν ουδέτερο άκλιτο
- (λόγιο) που γίνεται δύο φορές ή για δύο πράγματα ή είναι διπλό
- (παρωχημένο) το εμβόλιο για διφθερίτιδα και τέτανο