διπυριτικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
διπυριτικός, -ή, -ό
- (ορυκτολογία) ο σχετικός με χαρακτηριστική μορφή του πυρίτη
- ↪ διπυριτικό ορυκτό
- ※ Η εργασία αναλύει τις μεθόδους παραγωγής υαλοκεραμικών αποκαταστάσεων ενισχυμένων με διπυριτικό λίθιο καθώς και εντοπίζει τις διαφοροποιήσεις που υπάρχουν (Υαλοκεραμικά διπυριτικού λιθίου 2021-03, Σχολή Επιστημών Υγείας & Πρόνοιας, τμήμα Βιοϊατρικών Επιστημών [1])
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
διπυριτικός