Μετάβαση στο περιεχόμενο

δισέγγονος

Από Βικιλεξικό

Νέα ελληνικά (el)

[επεξεργασία]
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο δισέγγονος οι δισέγγονοι
      γενική του δισέγγονου των δισέγγονων
    αιτιατική τον δισέγγονο τους δισέγγονους
     κλητική δισέγγονε δισέγγονοι
Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
δισέγγονος < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική δισέγγονος.[1] Συγχρονικά αναλύεται σε δισ- + εγγονός

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ðiˈseŋ.ɡo.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δισέγγονος
παλιότερος συλλαβισμός: δισέγγονος

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

δισέγγονος αρσενικό

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Ταυτόσημα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)