δισεχτιά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | δισεχτιά | οι | δισεχτιές |
γενική | της | δισεχτιάς | των | δισεχτιών |
αιτιατική | τη | δισεχτιά | τις | δισεχτιές |
κλητική | δισεχτιά | δισεχτιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- δισεχτιά < δίσεχτ(ος) + -ιά
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ði.seˈxtça/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δι‐σε‐χτιά
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]δισεχτιά θηλυκό (δημοτική)
- (λαϊκότροπο, παρωχημένο) δίσεκτο έτος
- ※ Η μάνα μου ήταν η πολύξερη του χωριού μας και πολλών άλλων χωριών τριγύρω μας, ας μην ήξερε ούτε την αλφαβήτα. Όλα τ' άλλα τα 'ξερε καλύτερα από κάθε άλλη γυναίκα, κι απ' τους πλιότερους άντρες ακόμα… Ήξερε τις γιορτές, ποιες είναι οι βαριές και ποιες οι αλαφριές, καθώς και ποιες κάνουν και τα γαϊδούρια σκόλη. Ήξερε να ζυγιάζει, ήξερε τις δρίμες, πότε αρχίζουν και πότε τελειώνουν. Ήξερε πότε είναι η χάση και πότε είναι η πιάση του φεγγαριού. Ήξερε πότε ήταν δισεχτιά και είχε ο Φλεβάρης εικοσιεννιά μέρες και πότε εικοσιοχτώ. (Χρήστος Χρηστοβασίλης, Η Καθαρή Δευτέρα, 2020)
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] δισεχτιά
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'καρδιά' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα δισ- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ιά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Δημοτική (νέα ελληνικά)
- Λαϊκότροποι όροι (νέα ελληνικά)
- Παρωχημένοι όροι (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)