διττός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | διττός | η | διττή | το | διττό |
γενική | του | διττού | της | διττής | του | διττού |
αιτιατική | τον | διττό | τη | διττή | το | διττό |
κλητική | διττέ | διττή | διττό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | διττοί | οι | διττές | τα | διττά |
γενική | των | διττών | των | διττών | των | διττών |
αιτιατική | τους | διττούς | τις | διττές | τα | διττά |
κλητική | διττοί | διττές | διττά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- διττός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική διττός
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ðiˈtos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δίτ‐τος
Επίθετο
[επεξεργασία]διττός (λόγιο)
- που είναι διπλός σε μέγεθος ή ποσότητα
- που έχει δύο μορφές
- ※ »Ὁ πεζογράφος, συνθέτοντας ἕνα μυθιστόρημα, προσπαθεῖ ν' ἀποδείξει μιά προκαθορισμένη θέση. Ὁ δρόμος πού ακολουθεῖ πρός αὐτό τό σκοπό εἶναι διττός: εἴτε πρωθύστερος, εἴτε μεθύστερος.
- Μ. Καραγάτσης, Ὁ κίτρινος φάκελος, 1956, [μυθιστόρημα]
- ※ »Ὁ πεζογράφος, συνθέτοντας ἕνα μυθιστόρημα, προσπαθεῖ ν' ἀποδείξει μιά προκαθορισμένη θέση. Ὁ δρόμος πού ακολουθεῖ πρός αὐτό τό σκοπό εἶναι διττός: εἴτε πρωθύστερος, εἴτε μεθύστερος.
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Παράγωγα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]- διττά (επίρρημα)
- διττανθρακικός
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] διττός
→ δείτε τη λέξη διπλός |
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | διττός | ἡ | διττή | τὸ | διττόν |
γενική | τοῦ | διττοῦ | τῆς | διττῆς | τοῦ | διττοῦ |
δοτική | τῷ | διττῷ | τῇ | διττῇ | τῷ | διττῷ |
αιτιατική | τὸν | διττόν | τὴν | διττήν | τὸ | διττόν |
κλητική ὦ! | διττέ | διττή | διττόν | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ | διττοί | αἱ | διτταί | τὰ | διττᾰ́ |
γενική | τῶν | διττῶν | τῶν | διττῶν | τῶν | διττῶν |
δοτική | τοῖς | διττοῖς | ταῖς | διτταῖς | τοῖς | διττοῖς |
αιτιατική | τοὺς | διττούς | τὰς | διττᾱ́ς | τὰ | διττᾰ́ |
κλητική ὦ! | διττοί | διτταί | διττᾰ́ | |||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | διττώ | τὼ | διττᾱ́ | τὼ | διττώ |
γεν-δοτ | τοῖν | διττοῖν | τοῖν | διτταῖν | τοῖν | διττοῖν |
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]διττός < δίς
Επίθετο
[επεξεργασία]διττός
- αττικός τύπος του δισσός
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Επίθετα με κλίση όπως το 'καλός' (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα 2ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις οξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα οξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Επίθετα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Αττική διάλεκτος
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)