διυλίζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- διυλίζω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική διυλίζω
Ρήμα
[επεξεργασία]διυλίζω, αόρ.: διύλισα, παθ.φωνή: διυλίζομαι, π.αόρ.: διυλίστηκα, μτχ.π.π.: διυλισμένος
Συγγενικά
[επεξεργασία]Κλίση
[επεξεργασία] Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | διυλίζω | διύλιζα | θα διυλίζω | να διυλίζω | διυλίζοντας | |
β' ενικ. | διυλίζεις | διύλιζες | θα διυλίζεις | να διυλίζεις | διύλιζε | |
γ' ενικ. | διυλίζει | διύλιζε | θα διυλίζει | να διυλίζει | ||
α' πληθ. | διυλίζουμε | διυλίζαμε | θα διυλίζουμε | να διυλίζουμε | ||
β' πληθ. | διυλίζετε | διυλίζατε | θα διυλίζετε | να διυλίζετε | διυλίζετε | |
γ' πληθ. | διυλίζουν(ε) | διύλιζαν διυλίζαν(ε) |
θα διυλίζουν(ε) | να διυλίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | διύλισα | θα διυλίσω | να διυλίσω | διυλίσει | ||
β' ενικ. | διύλισες | θα διυλίσεις | να διυλίσεις | διύλισε | ||
γ' ενικ. | διύλισε | θα διυλίσει | να διυλίσει | |||
α' πληθ. | διυλίσαμε | θα διυλίσουμε | να διυλίσουμε | |||
β' πληθ. | διυλίσατε | θα διυλίσετε | να διυλίσετε | διυλίστε | ||
γ' πληθ. | διύλισαν διυλίσαν(ε) |
θα διυλίσουν(ε) | να διυλίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω διυλίσει | είχα διυλίσει | θα έχω διυλίσει | να έχω διυλίσει | ||
β' ενικ. | έχεις διυλίσει | είχες διυλίσει | θα έχεις διυλίσει | να έχεις διυλίσει | ||
γ' ενικ. | έχει διυλίσει | είχε διυλίσει | θα έχει διυλίσει | να έχει διυλίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε διυλίσει | είχαμε διυλίσει | θα έχουμε διυλίσει | να έχουμε διυλίσει | ||
β' πληθ. | έχετε διυλίσει | είχατε διυλίσει | θα έχετε διυλίσει | να έχετε διυλίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν διυλίσει | είχαν διυλίσει | θα έχουν διυλίσει | να έχουν διυλίσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | διυλίζομαι | διυλιζόμουν(α) | θα διυλίζομαι | να διυλίζομαι | ||
β' ενικ. | διυλίζεσαι | διυλιζόσουν(α) | θα διυλίζεσαι | να διυλίζεσαι | ||
γ' ενικ. | διυλίζεται | διυλιζόταν(ε) | θα διυλίζεται | να διυλίζεται | ||
α' πληθ. | διυλιζόμαστε | διυλιζόμαστε διυλιζόμασταν |
θα διυλιζόμαστε | να διυλιζόμαστε | ||
β' πληθ. | διυλίζεστε | διυλιζόσαστε διυλιζόσασταν |
θα διυλίζεστε | να διυλίζεστε | (διυλίζεστε) | |
γ' πληθ. | διυλίζονται | διυλίζονταν διυλιζόντουσαν |
θα διυλίζονται | να διυλίζονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | διυλίστηκα | θα διυλιστώ | να διυλιστώ | διυλιστεί | ||
β' ενικ. | διυλίστηκες | θα διυλιστείς | να διυλιστείς | διυλίσου | ||
γ' ενικ. | διυλίστηκε | θα διυλιστεί | να διυλιστεί | |||
α' πληθ. | διυλιστήκαμε | θα διυλιστούμε | να διυλιστούμε | |||
β' πληθ. | διυλιστήκατε | θα διυλιστείτε | να διυλιστείτε | διυλιστείτε | ||
γ' πληθ. | διυλίστηκαν διυλιστήκαν(ε) |
θα διυλιστούν(ε) | να διυλιστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω διυλιστεί | είχα διυλιστεί | θα έχω διυλιστεί | να έχω διυλιστεί | διυλισμένος | |
β' ενικ. | έχεις διυλιστεί | είχες διυλιστεί | θα έχεις διυλιστεί | να έχεις διυλιστεί | ||
γ' ενικ. | έχει διυλιστεί | είχε διυλιστεί | θα έχει διυλιστεί | να έχει διυλιστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε διυλιστεί | είχαμε διυλιστεί | θα έχουμε διυλιστεί | να έχουμε διυλιστεί | ||
β' πληθ. | έχετε διυλιστεί | είχατε διυλιστεί | θα έχετε διυλιστεί | να έχετε διυλιστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν διυλιστεί | είχαν διυλιστεί | θα έχουν διυλιστεί | να έχουν διυλιστεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι διυλισμένος - είμαστε, είστε, είναι διυλισμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν διυλισμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν διυλισμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι διυλισμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι διυλισμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι διυλισμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι διυλισμένοι |
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]διυλίζω
Συγγενικά
[επεξεργασία]Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
[επεξεργασία]- διυλίζω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- διυλίζω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα δι- από το δια- (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ρήματα (νέα ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα δι- από το δια- (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ίζω (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ρήματα (αρχαία ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)