διφυΐα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η διφυΐα οι διφυΐες
      γενική της διφυΐας των διφυϊών
    αιτιατική τη διφυΐα τις διφυΐες
     κλητική διφυΐα διφυΐες
Συνήθως στον ενικό.
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

διφυΐα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική διφυΐα < διφυ(ής) + -ία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

διφυΐα θηλυκό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική διφυΐ αἱ διφυΐαι
      γενική τῆς διφυΐᾱς τῶν διφυϊῶν
      δοτική τῇ διφυΐ ταῖς διφυΐαις
    αιτιατική τὴν διφυΐᾱν τὰς διφυΐᾱς
     κλητική ! διφυΐ διφυΐαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  διφυΐ
γεν-δοτ τοῖν  διφυΐαιν
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

διφυΐα < διφυ(ής) + -ία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

διφυΐα θηλυκό

  • ο διαχωρισμός σε δύο τμήματα, διμέρεια
    ※  4ος↑ αιώνας Ἀριστοτέλης, Περὶ ζῴων μορίων, 3, 5.12 @scaife.perseus
    διεστῶσαι δʼ ἅνωσθεν ἢ τε μεγάλη φλὲψ καὶ ἡ ἀορτή, κάτω δʼ ἐναλλάσσουσαι συνέχουσι τὸ σῶμα. προϊοῦσαι γὰρ σχίζονται κατὰ τὴν διφυίαν τῶν κύόλων, καὶ ἡ μὲν ἐκ τού ἔμπροσθεν εἰς τοὔπισθεν προέρχεται, ἡ δ ἐκ τοῦ ὄπισθεν εἰς τοὔμπροσθεν,

Πηγές[επεξεργασία]