διφωνία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | διφωνία | οι | διφωνίες |
γενική | της | διφωνίας | των | διφωνιών |
αιτιατική | τη | διφωνία | τις | διφωνίες |
κλητική | διφωνία | διφωνίες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- διφωνία < δίφωνος + -ία < (μεταφραστικό δάνειο) γερμανική Zweistimmigkeit. Αναλύεται σε (δις) δι- + φων(ή) + -ία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
διφωνία θηλυκό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
διφωνία
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα γερμανικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γερμανικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα δι- από το δισ- (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μουσική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)