διχλωρομεθάνιο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το διχλωρομεθάνιο τα διχλωρομεθάνια
      γενική του διχλωρομεθάνιου
διχλωρομεθανίου
των διχλωρομεθάνιων
διχλωρομεθανίων
    αιτιατική το διχλωρομεθάνιο τα διχλωρομεθάνια
     κλητική διχλωρομεθάνιο διχλωρομεθάνια
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

διχλωρομεθάνιο < (δις) δι- + χλωρο- + μεθάνιο • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

διχλωρομεθάνιο ουδέτερο

  • (χημεία) άχρωμη αέρια οργανική ένωση της ομόλογης σειράς των διαλογονοαλκανίων, με χημικό τύπο CH2Cl2

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]