διχρωματικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
διχρωματικός
- (ιατρική) που βλέπει ή διακρίνει λίγες χρωματικές αποχρώσεις, γιατί έχει δύο τύπους κωνίων
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- τριχρωματικός
- τετραχρωματικός
- → δείτε τις λέξεις δι-, δύο και χρώμα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
διχρωματικός
|