διωματάρηδες

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]

διωματάρηδες

  1. διωματάρης, στην ονομαστική του πληθυντικού
  2. διωματάρης, στην αιτιατική του πληθυντικού
  3. διωματάρης, στην κλητική του πληθυντικού