διωρυγική λίμνη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]
διωρυγική λίμνη θηλυκό
- (γεωλογία, γεωγραφία) τεχνητή λίμνη που σχηματίζεται με ευρύτερη διάνοιξη μέρους μεγάλου μήκους διώρυγας για διευκόλυνση των αντίθετα διερχομένων πλοίων
- φυσική λίμνη που συνδέεται με διώρυγες
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
διωρυγική λίμνη
|