διωρυγική λίμνη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

διωρυγική λίμνη < → δείτε τις λέξεις διώρυγα και λίμνη

Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]

διωρυγική λίμνη θηλυκό

  1. (γεωλογία, γεωγραφία) τεχνητή λίμνη που σχηματίζεται με ευρύτερη διάνοιξη μέρους μεγάλου μήκους διώρυγας για διευκόλυνση των αντίθετα διερχομένων πλοίων
  2. φυσική λίμνη που συνδέεται με διώρυγες

Μεταφράσεις[επεξεργασία]