διωστήρας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- διωστήρας < (καθαρεύουσα) διωστήρ + -ας (→ δείτε τις λέξεις δια και ώση)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
διωστήρας αρσενικό
- (μηχανολογία) επίμηκες εξάρτημα μηχανής, που χρησιμοποιείται ως ενδιάμεσο στη μετατροπή της παλινδρομικής κίνησης του εμβόλου σε περιστροφική