διόπτευσις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | διόπτευσῐς | αἱ | διοπτεύσεις | ||||
γενική | τῆς | διοπτεύσεως | τῶν | διοπτεύσεων | ||||
δοτική | τῇ | διοπτεύσει | ταῖς | διοπτεύσεσῐ(ν) | ||||
αιτιατική | τὴν | διόπτευσῐν | τὰς | διοπτεύσεις | ||||
κλητική ὦ! | διόπτευσῐ | διοπτεύσεις | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | διοπτεύσει | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | διοπτευσέοιν | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- διόπτευσις (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική διοπτεύ(ω) < δι- (δια-) + ὀπτεύω) + -σις
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: ⇘ νέα ελληνικά: διόπτευση
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
διόπτευσις, -εως θηλυκό
Συγγενικά[επεξεργασία]
- ἀντεπόπτευσις
- κατόπτευσις
- → δείτε τις λέξεις διοπτεύω, ὀπτεύω και ὀπτός
Πηγές[επεξεργασία]
- διόπτευσις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά με αρχαίες κλίσεις (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'δύναμις' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δύναμις' (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά 3ης κλίσης (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά 3ης κλίσης θηλυκά (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά θηλυκά (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά προπαροξύτονα (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά θηλυκά προπαροξύτονα (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δύναμις' θηλυκά (ελληνιστική κοινή)
- Λέξεις προπαροξύτονες (ελληνιστική κοινή)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (ελληνιστική κοινή)
- Παραγωγή λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (ελληνιστική κοινή)
- Λέξεις με πρόθημα δι- από το δια- (ελληνιστική κοινή)
- Λέξεις με επίθημα -σις (ελληνιστική κοινή)
- Λέξεις με ετυμολογικούς απογόνους (ελληνιστική κοινή)
- Ελληνιστική κοινή
- Ουσιαστικά (ελληνιστική κοινή)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)