διώκτις

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση)
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική διώκτις αἱ διώκτιδες
      γενική τῆς διώκτιδος τῶν διωκτίδων
      δοτική τῇ διώκτιδι ταῖς διώκτισι(ν)
    αιτιατική τὴν διώκτιν τὰς διώκτιδᾰς
     κλητική ! διώκτι διώκτιδες
Δείτε διῶκτις μεκλίση κατά τα αρχαία θηλυκά σε -τῐς (τονισμός -ῶτις), όπως πατριῶτις.
3η κλίση, Κατηγορία 'ἔρις' όπως «ἔρις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

διώκτις θηλυκό