διώχτρια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
διώχτρια θηλυκό
- → δείτε τη λέξη διώχτης
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
διώχτρια
|
διώχτρια θηλυκό
|