δογματίζεις

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

δογματίζεις

  • β' πρόσωπο ενικού οριστικής ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος δογματίζω



Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

δογματίζεις