δογματικότης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση) | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | δογματικότης | αἱ | δογματικότητες | ||||
γενική | τῆς | δογματικότητος | τῶν | δογματικοτήτων | ||||
δοτική | τῇ | δογματικότητι | ταῖς | δογματικότησι(ν) | ||||
αιτιατική | τὴν | δογματικότητα | τὰς | δογματικότητᾰς | ||||
κλητική ὦ! | δογματικότης | δογματικότητες | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'τάπης' όπως «τάπης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- δογματικότης < δογματικ(ός)- + -ότης
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
δογματικότης θηλυκό